- ευσθενής
- εὐσθενής, -ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, -ές)1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»).επίρρ...εὐσθενῶς (ΑΜ)με σθένος, με δύναμημσν.φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» — έχω το σθένος, έχω τη δύναμη να...[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σθενής (< σθένος), πρβλ. α-σθενής, πολυ-σθενής].
Dictionary of Greek. 2013.